διαμήνυση

διαμήνυση
η (Α διαμήνυσις) [διαμηνύω]
διαβίβαση μηνύματος με αγγελιαφόρο ή ειδικό αντιπρόσωπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαμήνυση — η διαβίβαση μηνύματος μέσω κάποιου άλλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”